Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

επί τόπου

  • 1 oracıkta

    επί τόπου, ακριβώς εκεί

    Türkçe-Yunanca Sözlük > oracıkta

  • 2 место

    I место η θέση μου' мой друзья οι φίλοι μου II место с 1) ο τόπος· η θέση (тж. театр.)· свободное \место η ελεύθερη θέση* положить на \место τοποθετώ* на \местое επί τόπου· занимать \место κρατώ θέση· занять первое \место παίρνω την πρώτη θέση* \место рождения ο τόπος γέννησης 2) (местность) о τόπος, η τοποθεσία, το μέρος· в наших \местоах στον τόπο μας* в этом \местое εδώ, σ' αυτό το μέρος 3) (должность) η θέση, το πόστο
    * * *
    с
    1) ο τόπος; η θέση (тж. театр.)

    свобо́дное ме́сто — η ελεύθερη θέση

    положи́ть на ме́сто — τοποθετώ

    на ме́сте — επί τόπου

    занима́ть ме́сто — κρατώ θέση

    заня́ть пе́рвое ме́сто — παίρνω την πρώτη θέση

    ме́сто рожде́ния — ο τόπος γέννησης

    2) ( местность) ο τόπος, η τοποθεσία, το μέρος

    в на́ших ме́ста́х — στον τόπο μας

    в э́том ме́сте — εδώ, σ'αυτό το μέρος

    3) ( должность) η θέση, το πόστο

    Русско-греческий словарь > место

  • 3 распивочный

    επ.
    παλ. πόση επί τόπου•

    -ая продажа вина πώληση και πόση κρασιού επι τόπου.

    || ουσ. -ая παλ. ποτοπωλείο.

    Большой русско-греческий словарь > распивочный

  • 4 ориентировать

    προσανατολίζω
    -ся на местности προσανατολίζομαι επί του εδάφους/επί τόπου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентировать

  • 5 закреплять

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закреплять

  • 6 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

  • 7 on the spot

    1) (at once: She liked it so much that she bought it on the spot; ( also adjective) an on-the-spot decision.) αμέσως/άμεσος
    2) (in the exact place referred to; in the place where one is needed: It was a good thing you were on the spot when he had his heart attack; ( also adjective) tour on-the-spot reporter.) επί τόπου
    3) ((especially with put) in a dangerous, difficult or embarrassing position: The interviewer's questions really put the Prime Minister on the spot.) σε δύσκολη θέση,στριμωγμένος

    English-Greek dictionary > on the spot

  • 8 U-turn

    noun (a turn, in the shape of the letter U, made by a motorist etc in order to reverse his direction.) στροφή επί τόπου, αναστροφή

    English-Greek dictionary > U-turn

  • 9 аварийный

    επ.
    της βλάβης•

    аварийный сигнал σημείο (σινιάλο) βλάβης•

    аварийный случай περίπτωση αβαρίας.

    || επιδιορθωτικός, για επιδιόρθωση•

    -ая машина αυτοκίνητο για την επί τόπου διόρθωση βλάβης•

    -ая бригада μπριγάδα (ομάδα) διορθωτών.

    Большой русско-греческий словарь > аварийный

  • 10 застукать

    ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. καταλαμβάνω εξ απρόοπτου, πιάνω επι τόπου.
    2. ξυλοκοπώ ανελέητα.
    3. αρχίζω να χτυπώ, να κρούω.

    Большой русско-греческий словарь > застукать

  • 11 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 12 налицо

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι εδώ, επί τόπου, προ των οφθαλμών παρών•

    все чл-ны собрания были налицо όλα τα μέλη της συνέλευσης ήταν παρόντα•

    факты налицо τα γεγονότα είναι ολοφάνερα (μπροστά στα μάτια)•

    улики μαρυρίες χειροπιαστές.

    Большой русско-греческий словарь > налицо

См. также в других словарях:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Фотара, Дукисса — Дукисса Фотара Дата рождения 8 февраля 1941(1941 02 08) Место рождения Пирей Дата смерти 30 сентября …   Википедия

  • αντιγόνο — (antigonum). Γένος αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των πολυγονιδών, ιθαγενές του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις και λείους λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα τους έχουν σχήμα καρδιάς ή αιχμής βέλους. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • αυθιγενής — αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής 2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος 3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή 4. γνήσιος, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + γενής… …   Dictionary of Greek

  • διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι …   Dictionary of Greek

  • εναποκτείνω — ἐναποκτείνω (AM) μσν. σκοτώνω επί τόπου αρχ. σκοτώνω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εναποσφάττω — ἐναποσφάττω (AM) σφάζω, σκοτώνω επί τόπου, αμέσως (χρησιμοπ. κυρίως το παθ. ἐναποσφάττομαι) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»